Γράφει ο Λευτέρης Ελευθερίου
Είχε μόλις ζήσει τον τρόμο μίας έκρηξης βόμβας από τρομοκράτες, παρά την ψυχολογική κατατονία είχε συνέλθει και είχε κατακτήσει το τέταρτο συνεχόμενο χρυσό μετάλλιό του στην Ατλάντας, το 1996. Ο Στιβ Ρέντγκρεϊβ είχε μπει σε μία εκλεκτή κατηγορία, των Ολυμπιονικών που είχαν πάρει τέσσερα χρυσά μετάλλια σε ισάριθμες διοργανώσεις, ένα στην τετράκωπο και τρία στη δίκωπο. Ήταν, ήδη, ο κορυφαίος κωπηλάτης που είχε εμφανιστεί ποτέ στη λίμνη. Αλλά στα 38 του φαινόταν ότι έχει φτάσει η ώρα για το «αντίο». Και ο ίδιος είχε πειστεί απολύτως να το κόψει το σπορ. Στη λίμνη Λεϊνίερ, 39 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ατλάντα, η δήλωσή του ήταν χαρακτηριστική: «όποιος με ξαναδεί σε βάρκα, έχει την άδειά μου να με πυροβολήσει».
Μόνο που δύο μέρες μετά είχε αλλάξει γνώμη.
Μόνο που δύο μέρες μετά είχε αλλάξει γνώμη.
Ο Ρέντγκρεϊβ δεν κράτησε τον λόγο του. Στα 34 του ήθελε ξεκούραση. Για τους περισσότερους, οι 4 μήνες που βρέθηκε σε διακοπές ήταν το πρώτο διάστημα που ζούσε ως… συνταξιούχος. Το ρεκόρ του Πάουλο Ραντμίλοβιτς, κολυμβητή και παίκτη του πόλο, από την Αμβέρσα, το 1920, είχε ισοφαριστεί και ο Ρέντγκρειβ δεν είχε να αποδείξει τίποτα. Εκτός από το να κατακτήσει ένα πέμπτο συνεχόμενο χρυσό μετάλλιο.
Η ζωή του πιο γνωστού Βρετανού κωπηλάτη- και του κορυφαίου Ολυμπιονίκη του νησιού όλων των εποχών- δεν ήταν εύκολη όλα αυτά τα χρόνια. Το 20 χιλιόμετρα που «κατάπινε» καθημερινά κατά μήκος του Τάμεση, με ώρα προπόνησης τις 7:30, τα γυμναστήρια, ο «πόλεμος» των εργομετρικών εξετάσεων, η πρωτεΐνη που έπαιρνε εκείνος και ο παρτενέρ του, Μάθιου Πίνσεντ, με τις… γαβάθες των μακαρονιών που κατανάλωναν κάθε μέρα, ήταν πολύ βαριά για τα 34 χρόνια του που σήκωνε στις πλάτες του. Αλλά τέσσερις μήνες μετά το ολυμπιακό μετάλλιο της Ατλάντας, κατευθυνόταν στο γυμναστήριο, ένα κλασικά βροχερό πρωί, την ίδια στιγμή που οι σκέψεις τον κατέκλειναν στη διαδρομή. «Για ποιον, στο καλό, λόγο το κάνω αυτό; Είναι ηλίθιο». Αλλά, από την άλλη πλευρά, «ήμουν ευχαριστημένος που ήταν τόσο σκληρό, επειδή αποδείκνυε ότι η φιλοσοφία μου είναι σωστή- δεν μπορείς να έχεις χρόνο εκτός αυτού».
Για τον Σερ Στιβ, βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θέληση του Μάθιου Πίνσεντ. Μετά τη νίκη στη δίκωπο στην Ατλάντα, ο συνοδοιπόρος του στους δύο ολυμπιακούς θριάμβους, μια και είχε προηγηθεί το χρυσό, επίσης στη δίκωπο, στη Βαρκελώνη, κατέστησε σαφές ότι ενδιαφέρεται να αποκτήσει το τρίτο του ολυμπιακό μετάλλιο. Ο Πίνσεντ «κόλλησε» με τον Ρέντγκρεϊβ το 1990, όταν ο Άντι Χολμς, παρτενέρ του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, στο δεύτερο χρυσό μετάλλιό του, αποφάσισε να αποχωρήσει.
Η δίκωπος, πάντως, αποτελούσε παρελθόν. Ο Ρεντγκρέιβ γύρισε στα πρώιμα χρόνια του, στο πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιό του, στην τετράκωπο. Ο ένας παρτενέρ θα ήταν ο Μάθιου Πίνσεντ, αυτό ήταν το σίγουρο. Αλλά έμεναν οι άλλοι δύο.
Ο κόουτς των Βρετανών, Γερμανός Γιούργκεν Γκρόμπλερ, είχε σημαντικό δίλημμα. Ποιοι θα ήταν οι άλλοι δύο που θα συνόδευαν τα δύο «τέρατα» της παγκόσμιας κωπηλασίας σε άλλο ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, θα επωφελούνταν και αυτοί και, κυρίως, θα άνοιγαν τον δρόμο για την πολύ μοναχική θέση του Ρέντγκρεϊβ στον ολυμπιακό μύθο.
Ο Γκρόμπλερ βρήκε τον Τζέιμς Κράνκλερ, παγκόσμιο πρωταθλητή στους Εφήβους το 1990, που όμως αντιμετώπιζε, ακόμα και έξι χρόνια μετά από εκείνη την επιτυχία του, προβλήματα προσαρμογής με τους μεγάλους. Ο τέταρτος που διάλεξε ήταν από τα μέλη της ομάδας που κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας, στην τετράκωπο, δηλαδή ο Τιμ Φόστερ.
Το ταξίδι ενός κωπηλάτη είναι σίγουρα επίπονο: ιδρώτας με το νερό να απέχει μία ανάσα, κουπί και των γονέων. Ο Γκρόμπλερ πίστευε ότι είχε βρει τους πιο ταιριαστούς κωπηλάτες, εκείνους που θα μπορούσαν να κάνουν με ακρίβεια τη δουλειά που τους αναλογούσε, για να πιάσει τόπο η φυσική δύναμη του Πίνσεντ και η τεχνική τελειότητα του Ρέντγκρεϊβ. Για τον τελευταίο, τα προβλήματα ξεκίνησαν νωρίς: η τετράδα άρχιζε να βρίσκει ρυθμό και το χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Λακ ντ’ Αγκουιμπελέτ, το 1997, συνοδεύτηκε από εξετάσεις που έδειξαν ότι πάσχει από διαβήτη τύπου 1. Ο Ρέντγκρεϊβ αδυνάτιζε καθημερινά χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό: έμεινε πίσω στην προετοιμασία, στη γυμναστική και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Όπως ήταν λογικό, σκέφτηκε να τα παρατήσει. «Αλλά είπα ότι ο διαβήτης πρέπει να ζήσει μαζί μου, όχι εγώ με τον διαβήτη». Αύξησε τις δόσεις ινσουλίνης του, άρχισε να καταναλώνει γαργαντουικές ποσότητες φαγητού, για να γίνει καλά.
Η ομάδα αντιμετώπισε πολλά προβλήματα: τον τένοντα του Τιμ Φόστερ, όταν έριξε μία μπουνιά σε ένα παράθυρο κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, και την ήττα, την πρώτη της τετράδας και την πρώτη των Πίνσεντ και Ρέντγκρεϊβ μετά το 1992. Στη Ρεγκάτα της Λουκέρνης, για το Παγκόσμιο Κύπελλο, τον Ιούλιο του 2000. Στον ημιτελικό τους νίκησε η Νέα Ζηλανδία, ενώ στον μικρό τελικό έμειναν τέταρτοι, πίσω από τους Ιταλούς, τους Κίουι και την Αυστραλία. «Ήταν εκεί όλα τα σημάδια της ποιότητάς μας: όλα εκτός από την ταχύτητα», ομολόγησε ο Ρέντγκρεϊβ, «νιώθω τόσο συγχυσμένος». Ο Γκρόμπλερ μοιράστηκε τη σύγχυση, αλλά όχι την ανησυχία. «Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο πλήρωμα», είχε δηλώσει τότε ο Γερμανός: «Είναι ώρα να κάτσουν κάτω, να αναλύσουν την προπόνηση και να βάλουν τα πράγματα σε ένα δρόμο».
Δύο μήνες μετά, στο Πένριθ του Σίδνεϊ, το βρετανικό πλήρωμα απέδειξε στον προπονητή του ότι είχε δίκιο. Στις 23 Σεπτεμβρίου ένας μεγάλος αριθμός θεατών μαζεύτηκε για να διαπιστώσει αν ο Ρέντγκρεϊβ μπορεί «να πάρει τους Ολυμπιακούς κύκλους σε χρυσά μετάλλια». Στον ημιτελικό, η Βρετανία άφησε πίσω της την Αυστραλία, αλλά στον τελικό οι Ιταλοί ξεκίνησαν την επίθεσή τους μετά τα 1000 μέτρα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση το βρετανικό πλήρωμα. Η ιταλική αντεπίθεση ήταν επική, με 44 κουπιές το λεπτό. Ήταν οι Τόνι Φόστερ και Μάθιου Πίνσεντ που κατέλαβαν πελώρια προσπάθεια για να κρατήσουν το πλήρωμα μπροστά μέχρι τον τερματισμό, ο οποίος βρήκε το πλήρωμα του Σερ Στιβ να πανηγυρίζει συναισθηματικά φορτισμένο.
Όσο για τον Ρέντγκρεϊβ: «Είμαι απλώς ένας φυσιολογικός τύπος, που έτυχε να πηγαίνει γρήγορα σε μία βάρκα». Ήταν, ωστόσο, απλώς ένας φυσιολογικός τύπος που έτυχε να πηγαίνει γρήγορα σε μία βάρκα και έχει πετύχει το μυθικό κατόρθωμα των 5 χρυσών ολυμπιακών μεταλλίων σε ισάριθμες διοργανώσεις, από το 1984 έως το 2000.
Πηγή: www.gavros.gr
Η ζωή του πιο γνωστού Βρετανού κωπηλάτη- και του κορυφαίου Ολυμπιονίκη του νησιού όλων των εποχών- δεν ήταν εύκολη όλα αυτά τα χρόνια. Το 20 χιλιόμετρα που «κατάπινε» καθημερινά κατά μήκος του Τάμεση, με ώρα προπόνησης τις 7:30, τα γυμναστήρια, ο «πόλεμος» των εργομετρικών εξετάσεων, η πρωτεΐνη που έπαιρνε εκείνος και ο παρτενέρ του, Μάθιου Πίνσεντ, με τις… γαβάθες των μακαρονιών που κατανάλωναν κάθε μέρα, ήταν πολύ βαριά για τα 34 χρόνια του που σήκωνε στις πλάτες του. Αλλά τέσσερις μήνες μετά το ολυμπιακό μετάλλιο της Ατλάντας, κατευθυνόταν στο γυμναστήριο, ένα κλασικά βροχερό πρωί, την ίδια στιγμή που οι σκέψεις τον κατέκλειναν στη διαδρομή. «Για ποιον, στο καλό, λόγο το κάνω αυτό; Είναι ηλίθιο». Αλλά, από την άλλη πλευρά, «ήμουν ευχαριστημένος που ήταν τόσο σκληρό, επειδή αποδείκνυε ότι η φιλοσοφία μου είναι σωστή- δεν μπορείς να έχεις χρόνο εκτός αυτού».
Για τον Σερ Στιβ, βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θέληση του Μάθιου Πίνσεντ. Μετά τη νίκη στη δίκωπο στην Ατλάντα, ο συνοδοιπόρος του στους δύο ολυμπιακούς θριάμβους, μια και είχε προηγηθεί το χρυσό, επίσης στη δίκωπο, στη Βαρκελώνη, κατέστησε σαφές ότι ενδιαφέρεται να αποκτήσει το τρίτο του ολυμπιακό μετάλλιο. Ο Πίνσεντ «κόλλησε» με τον Ρέντγκρεϊβ το 1990, όταν ο Άντι Χολμς, παρτενέρ του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, στο δεύτερο χρυσό μετάλλιό του, αποφάσισε να αποχωρήσει.
Η δίκωπος, πάντως, αποτελούσε παρελθόν. Ο Ρεντγκρέιβ γύρισε στα πρώιμα χρόνια του, στο πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιό του, στην τετράκωπο. Ο ένας παρτενέρ θα ήταν ο Μάθιου Πίνσεντ, αυτό ήταν το σίγουρο. Αλλά έμεναν οι άλλοι δύο.
Ο κόουτς των Βρετανών, Γερμανός Γιούργκεν Γκρόμπλερ, είχε σημαντικό δίλημμα. Ποιοι θα ήταν οι άλλοι δύο που θα συνόδευαν τα δύο «τέρατα» της παγκόσμιας κωπηλασίας σε άλλο ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, θα επωφελούνταν και αυτοί και, κυρίως, θα άνοιγαν τον δρόμο για την πολύ μοναχική θέση του Ρέντγκρεϊβ στον ολυμπιακό μύθο.
Ο Γκρόμπλερ βρήκε τον Τζέιμς Κράνκλερ, παγκόσμιο πρωταθλητή στους Εφήβους το 1990, που όμως αντιμετώπιζε, ακόμα και έξι χρόνια μετά από εκείνη την επιτυχία του, προβλήματα προσαρμογής με τους μεγάλους. Ο τέταρτος που διάλεξε ήταν από τα μέλη της ομάδας που κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας, στην τετράκωπο, δηλαδή ο Τιμ Φόστερ.
Το ταξίδι ενός κωπηλάτη είναι σίγουρα επίπονο: ιδρώτας με το νερό να απέχει μία ανάσα, κουπί και των γονέων. Ο Γκρόμπλερ πίστευε ότι είχε βρει τους πιο ταιριαστούς κωπηλάτες, εκείνους που θα μπορούσαν να κάνουν με ακρίβεια τη δουλειά που τους αναλογούσε, για να πιάσει τόπο η φυσική δύναμη του Πίνσεντ και η τεχνική τελειότητα του Ρέντγκρεϊβ. Για τον τελευταίο, τα προβλήματα ξεκίνησαν νωρίς: η τετράδα άρχιζε να βρίσκει ρυθμό και το χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Λακ ντ’ Αγκουιμπελέτ, το 1997, συνοδεύτηκε από εξετάσεις που έδειξαν ότι πάσχει από διαβήτη τύπου 1. Ο Ρέντγκρεϊβ αδυνάτιζε καθημερινά χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό: έμεινε πίσω στην προετοιμασία, στη γυμναστική και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Όπως ήταν λογικό, σκέφτηκε να τα παρατήσει. «Αλλά είπα ότι ο διαβήτης πρέπει να ζήσει μαζί μου, όχι εγώ με τον διαβήτη». Αύξησε τις δόσεις ινσουλίνης του, άρχισε να καταναλώνει γαργαντουικές ποσότητες φαγητού, για να γίνει καλά.
Η ομάδα αντιμετώπισε πολλά προβλήματα: τον τένοντα του Τιμ Φόστερ, όταν έριξε μία μπουνιά σε ένα παράθυρο κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, και την ήττα, την πρώτη της τετράδας και την πρώτη των Πίνσεντ και Ρέντγκρεϊβ μετά το 1992. Στη Ρεγκάτα της Λουκέρνης, για το Παγκόσμιο Κύπελλο, τον Ιούλιο του 2000. Στον ημιτελικό τους νίκησε η Νέα Ζηλανδία, ενώ στον μικρό τελικό έμειναν τέταρτοι, πίσω από τους Ιταλούς, τους Κίουι και την Αυστραλία. «Ήταν εκεί όλα τα σημάδια της ποιότητάς μας: όλα εκτός από την ταχύτητα», ομολόγησε ο Ρέντγκρεϊβ, «νιώθω τόσο συγχυσμένος». Ο Γκρόμπλερ μοιράστηκε τη σύγχυση, αλλά όχι την ανησυχία. «Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο πλήρωμα», είχε δηλώσει τότε ο Γερμανός: «Είναι ώρα να κάτσουν κάτω, να αναλύσουν την προπόνηση και να βάλουν τα πράγματα σε ένα δρόμο».
Δύο μήνες μετά, στο Πένριθ του Σίδνεϊ, το βρετανικό πλήρωμα απέδειξε στον προπονητή του ότι είχε δίκιο. Στις 23 Σεπτεμβρίου ένας μεγάλος αριθμός θεατών μαζεύτηκε για να διαπιστώσει αν ο Ρέντγκρεϊβ μπορεί «να πάρει τους Ολυμπιακούς κύκλους σε χρυσά μετάλλια». Στον ημιτελικό, η Βρετανία άφησε πίσω της την Αυστραλία, αλλά στον τελικό οι Ιταλοί ξεκίνησαν την επίθεσή τους μετά τα 1000 μέτρα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση το βρετανικό πλήρωμα. Η ιταλική αντεπίθεση ήταν επική, με 44 κουπιές το λεπτό. Ήταν οι Τόνι Φόστερ και Μάθιου Πίνσεντ που κατέλαβαν πελώρια προσπάθεια για να κρατήσουν το πλήρωμα μπροστά μέχρι τον τερματισμό, ο οποίος βρήκε το πλήρωμα του Σερ Στιβ να πανηγυρίζει συναισθηματικά φορτισμένο.
Όσο για τον Ρέντγκρεϊβ: «Είμαι απλώς ένας φυσιολογικός τύπος, που έτυχε να πηγαίνει γρήγορα σε μία βάρκα». Ήταν, ωστόσο, απλώς ένας φυσιολογικός τύπος που έτυχε να πηγαίνει γρήγορα σε μία βάρκα και έχει πετύχει το μυθικό κατόρθωμα των 5 χρυσών ολυμπιακών μεταλλίων σε ισάριθμες διοργανώσεις, από το 1984 έως το 2000.
Πηγή: www.gavros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου