Στην διεθνή κωπηλασία υπάρχουν δύο αγωνιστικές κατηγορίες ανάλογα με το βάρος των αθλητών, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, όπου είναι:
α) Η ανοιχτή κατηγορία όπου δεν υπάρχει περιορισμός του σωματικού βάρους. Ο μέσος όρος βάρους για την κατηγορία αυτή σε διεθνές επίπεδο είναι περίπου 92 kg και 79 kg αντίστοιχα.
β) Η ελαφριά κατηγορία, για τον αθλητή που αγωνίζεται στο skiff, όπου ο περιορισμός του σωματικού βάρους για τους άνδρες είναι 72,5 kg και για τις γυναίκες 59kg. Για τους αθλητές που αγωνίζονται σε πληρώματα(π.χ Διπλό ή Τετραπλό skiff) ο μέσος όρος βάρους των κωπηλατών που είναι στο ίδιο σκάφος πρέπει να είναι 70 kg για τους άντρες και 57 kg για τις γυναίκες. Η ζύγιση για τα ελαφρά βάρη γίνεται 1-2 ώρες πριν την εκκίνηση του αγώνα και ο ελαφροβαρίστας κωπηλάτης πρέπει να ζυγίζεται το πρωί κάθε ημέρας όπου αγωνίζεται.
Οι πιο πετυχημένοι ελαφροβαρίστες κωπηλάτες συνήθως είναι ψηλοί με μέτριου επιπέδου μυϊκή μάζα και χαμηλά ποσοστά λίπους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πραγματικοί ελαφροβαρίστες επειδή το φυσικό ή προαγωνιστικό βάρος είναι τουλάχιστον 2-4 kg πάνω από το επιθυμητό βάρος, παρά τα αντικειμενικά χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους.
Συνήθως μειώνουν τη σωματική τους μάζα 1-2 kg στις αρχές της προπονητικής περιόδου αυξάνοντας την προπόνηση σε συνδυασμό με μειωμένη πρόσληψη λίπους αλλά και ενέργειας (κυρίως υδατάνθρακες). Η τελική απώλεια βάρους επιτυγχάνεται μερικές μέρες πριν τον αγώνα είτε μειώνοντας κατά πολύ την πρόσληψη τροφής είτε με αφυδάτωση. Οι κωπηλάτες αυτοί είναι στα όρια βάρους της κατηγορίας τους μόνο εκείνη τη χρονική στιγμή επειδή με τις διάφορες στρατηγικές ενυδάτωσης μετά τη ζύγιση έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση βάρους 1-2kg πριν την εκκίνηση του αγώνα.
Μερικοί αθλητές υπερεκτιμούν και κάνουν υπερβολική χρήση της μεθόδου ρύθμισης του βάρους αρκετές φορές κατά την διάρκεια μιας αγωνιστικής χρονιάς. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ανησυχητικά αποτελέσματα. Σε πρώτο επίπεδο υπάρχουν αναφορές ανορθόδοξων τεχνικών απώλειας βάρους που καταλήγουν σε διαταραχές πρόσληψης τροφής όπως νευρική βουλιμία ή ανορεξία. Άλλες αναφορές υποδεικνύουν τεχνικές αύξησης της αφυδάτωσης όπως αποφυγή πρόσληψης υγρών σε συνδυασμό με σάουνα, άσκηση με πολλά ρούχα ή προπόνηση σε θερμό περιβάλλον. Αποτέλεσμα των ανωτέρω τεχνικών είναι η βέβαιη μείωση της αθλητικής απόδοσης και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ακόμα και θάνατοι. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία των αθλητών περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο διαταραχών πρόσληψης της τροφής, μεγάλη μείωση της μυϊκής μάζας, προβλήματα που σχετίζονται με ασθένειες των οστών καθώς και τη γενικότερη διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά.
Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις που αναφέρουν ότι όταν η γρήγορη απώλεια κιλών για έναν αγώνα απαιτεί μικρή ρύθμιση βάρους 1-2 kg, έχοντας σαν υπόβαθρο σωστή διατροφή και προπόνηση (με τη σωστή επιστημονική καθοδήγηση) τότε η αθλητική απόδοση επηρεάζεται στο ελάχιστο και οι κίνδυνοι για την υγεία των αθλητών είναι μικροί.
α) Η ανοιχτή κατηγορία όπου δεν υπάρχει περιορισμός του σωματικού βάρους. Ο μέσος όρος βάρους για την κατηγορία αυτή σε διεθνές επίπεδο είναι περίπου 92 kg και 79 kg αντίστοιχα.
β) Η ελαφριά κατηγορία, για τον αθλητή που αγωνίζεται στο skiff, όπου ο περιορισμός του σωματικού βάρους για τους άνδρες είναι 72,5 kg και για τις γυναίκες 59kg. Για τους αθλητές που αγωνίζονται σε πληρώματα(π.χ Διπλό ή Τετραπλό skiff) ο μέσος όρος βάρους των κωπηλατών που είναι στο ίδιο σκάφος πρέπει να είναι 70 kg για τους άντρες και 57 kg για τις γυναίκες. Η ζύγιση για τα ελαφρά βάρη γίνεται 1-2 ώρες πριν την εκκίνηση του αγώνα και ο ελαφροβαρίστας κωπηλάτης πρέπει να ζυγίζεται το πρωί κάθε ημέρας όπου αγωνίζεται.
Οι πιο πετυχημένοι ελαφροβαρίστες κωπηλάτες συνήθως είναι ψηλοί με μέτριου επιπέδου μυϊκή μάζα και χαμηλά ποσοστά λίπους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πραγματικοί ελαφροβαρίστες επειδή το φυσικό ή προαγωνιστικό βάρος είναι τουλάχιστον 2-4 kg πάνω από το επιθυμητό βάρος, παρά τα αντικειμενικά χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους.
Συνήθως μειώνουν τη σωματική τους μάζα 1-2 kg στις αρχές της προπονητικής περιόδου αυξάνοντας την προπόνηση σε συνδυασμό με μειωμένη πρόσληψη λίπους αλλά και ενέργειας (κυρίως υδατάνθρακες). Η τελική απώλεια βάρους επιτυγχάνεται μερικές μέρες πριν τον αγώνα είτε μειώνοντας κατά πολύ την πρόσληψη τροφής είτε με αφυδάτωση. Οι κωπηλάτες αυτοί είναι στα όρια βάρους της κατηγορίας τους μόνο εκείνη τη χρονική στιγμή επειδή με τις διάφορες στρατηγικές ενυδάτωσης μετά τη ζύγιση έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση βάρους 1-2kg πριν την εκκίνηση του αγώνα.
Μερικοί αθλητές υπερεκτιμούν και κάνουν υπερβολική χρήση της μεθόδου ρύθμισης του βάρους αρκετές φορές κατά την διάρκεια μιας αγωνιστικής χρονιάς. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ανησυχητικά αποτελέσματα. Σε πρώτο επίπεδο υπάρχουν αναφορές ανορθόδοξων τεχνικών απώλειας βάρους που καταλήγουν σε διαταραχές πρόσληψης τροφής όπως νευρική βουλιμία ή ανορεξία. Άλλες αναφορές υποδεικνύουν τεχνικές αύξησης της αφυδάτωσης όπως αποφυγή πρόσληψης υγρών σε συνδυασμό με σάουνα, άσκηση με πολλά ρούχα ή προπόνηση σε θερμό περιβάλλον. Αποτέλεσμα των ανωτέρω τεχνικών είναι η βέβαιη μείωση της αθλητικής απόδοσης και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ακόμα και θάνατοι. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία των αθλητών περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο διαταραχών πρόσληψης της τροφής, μεγάλη μείωση της μυϊκής μάζας, προβλήματα που σχετίζονται με ασθένειες των οστών καθώς και τη γενικότερη διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά.
Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις που αναφέρουν ότι όταν η γρήγορη απώλεια κιλών για έναν αγώνα απαιτεί μικρή ρύθμιση βάρους 1-2 kg, έχοντας σαν υπόβαθρο σωστή διατροφή και προπόνηση (με τη σωστή επιστημονική καθοδήγηση) τότε η αθλητική απόδοση επηρεάζεται στο ελάχιστο και οι κίνδυνοι για την υγεία των αθλητών είναι μικροί.
Σταμάτης Μουρτάκος, BS
Καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Αθλητικής Διατροφής
Καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Αθλητικής Διατροφής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου